ξυλοφόρος

ξυλοφόρος
ξυλοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μεταφέρει ξύλα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ξυλοφόρος
α) αυτός που είχε ως επάγγελμα τη μεταφορά ξύλων
β) αυτός που προσέφερε ξύλα για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυλοφόρος — carrying wood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφόρον — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem acc sg ξυλοφόρος carrying wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφόροι — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφόρου — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφόρους — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφόρων — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοφορία — ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) [ξυλοφόρος] μεταφορά ξύλων αρχ. προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ξυλοφορτηγός — ξυλοφορτηγός, ὁ (Α) ξυλοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φορτηγός «αυτός που μεταφέρει φορτία»] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοφορώ — ξυλοφορῶ, έω (Α) [ξυλοφόρος] 1. (για δούλο ή ημίονο) μεταφέρω ξύλα («ἡμίονον κατέλιπε ξυλοφοροῡντα», Στράβ.) 2. κρατώ ράβδο, όπως οι κυνικοί φιλόσοφοι 3. παράγω ξυλεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”